- λιχούδης
- -α, -ικοβλ. λειχούδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιχούδης, -α, -ικο — αυτός που επιθυμεί τα εκλεκτά φαγητά, ο καλοφαγάς: Το παιδί μου είναι πολύ λιχούδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αείλιχνος — ἀείλιχνος, ον (Α) 1. ο ακατάπαυστα λαίμαργος 2. ο πάντοτε πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λίχνος (= λαίμαργος, λιχούδης) < λείχω] … Dictionary of Greek
αλιχούδευτος — η, ο [λιχουδεύω] 1. ο μη λιχούδης, μη λαίμαργος 2. αυτός που δεν προκαλεί τη λαιμαργία … Dictionary of Greek
καλοφαγάς — ο, θηλ. καλοφαγού αυτός που καλοτρώει, αυτός που τρώει καλή, εκλεκτή και άφθονη τροφή, λιχούδης … Dictionary of Greek
κνισός — κνισός, ή, όν (Α) [κνίσα] 1. κνισήεις* 2. λαίμαργος, λιχούδης … Dictionary of Greek
λίξης — ο, θηλ. λίξισσα (Μ λίξης) λιξιάρης, λιχούδης, λαίμαργος, άπληστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lixa «προμηθευτής τροφίμων», πιθανότερη όμως φαίνεται η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. λείχω, οπότε η ορθή γρφ. είναι με ει (λείξης)] … Dictionary of Greek
λίξουρος — λίξουρος, ον (Μ) 1. άπληστος, πλεονέκτης 2. λαίμαργος, λιχούδης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λίξουρον η πλεονεξία, η απληστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίξης για τη σχέση του με το λείχω βλ. λίξης] … Dictionary of Greek
λειξιάρης — ο, θηλ. λειξιάρα 1. λαίμαργος, λιχούδης 2. (κατ επέκτ.) πλεονέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειξ (πρβλ. ἔ λειξ α, αόρ. τού λείχω) + κατάλ. ιάρης*] … Dictionary of Greek
λειχούδης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) λογίων από την Κεφαλονιά. 1. Ιωαννίκιος (Ληξούρι 1633 – Μόσχα 1717). Σπούδασε στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έγινε κληρικός και εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και δάσκαλος στην ιδιαίτερη πατρίδα του έως το 1683. Την ίδια… … Dictionary of Greek
λιξιάρης — α, ικο (Μ λιξιάρης, α, ικο) [λιξιά] λιχούδης … Dictionary of Greek